- ασυμμόρφωτος
- iflah olmaz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ασυμμόρφωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμορφώνεται, δεν προσαρμόζεται σε κάτι, αδιόρθωτος: Έχω πειστεί πως, όσα και να του πω, αυτός θα μείνει ασυμμόρφωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμμόρφωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συμμορφωθεί, ο αδιόρθωτος 2. (για χώρο, κατάστημα κ.λπ.) που δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμμορφώνω. Η λ. ασυμμόρφωτοι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις … Dictionary of Greek
απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος … Dictionary of Greek